ποικολόθρονος

ποικολόθρονος
-ον, Α
αυτός που έχει ποικίλως διακοσμημένο θρόνο ή αυτός που κάθεται σε πλούσια διακοσμημένο θρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + θρόνος (πρβλ. χρυσό-θρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”